ψευδατράφαξυς: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />fausse arroche, <i>càd</i> imposture.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀτράφαξυς]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ψευδαμάμαξυς]].
|btext=υος (ἡ) :<br />fausse arroche, <i>càd</i> imposture.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[ἀτράφαξυς]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ψευδαμάμαξυς]].
}}
{{grml
|mltxt=-άξυος, και ψευδατράφαξις, -άξεως, ἡ, Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (ως κωμική [[ονομασία]] φυτού) ψεύτικη [[ατράφαξις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀτράφαξυς]] «[[είδος]] λαχανικού»].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδατράφαξυς Medium diacritics: ψευδατράφαξυς Low diacritics: ψευδατράφαξυς Capitals: ΨΕΥΔΑΤΡΑΦΑΞΥΣ
Transliteration A: pseudatráphaxys Transliteration B: pseudatraphaxys Transliteration C: psevdatrafaksys Beta Code: yeudatra/facus

English (LSJ)

[ᾰφ], υος, ἡ,

   A false orach, Com. name of a plant in Ar.Eq.630; cf. ψευδαμάμαξυς.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, falsche Melde, Lügenmelde, Lügenkohl, Ar. Equ. 628, komisch nach ψευδαμάμαξυς gebildeter Pflanzenname.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδατράφαξῠς: -υος, ἡ, ψευδὴς ἀτράφαξυς, κωμικὸν ὄνομα φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. ψευδαμάμαξυς.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
fausse arroche, càd imposture.
Étymologie: ψευδής, ἀτράφαξυς.
Par. ψευδαμάμαξυς.

Greek Monolingual

-άξυος, και ψευδατράφαξις, -άξεως, ἡ, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμική ονομασία φυτού) ψεύτικη ατράφαξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀτράφαξυς «είδος λαχανικού»].