ψευδατράφαξυς

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδατράφαξυς Medium diacritics: ψευδατράφαξυς Low diacritics: ψευδατράφαξυς Capitals: ΨΕΥΔΑΤΡΑΦΑΞΥΣ
Transliteration A: pseudatráphaxys Transliteration B: pseudatraphaxys Transliteration C: psevdatrafaksys Beta Code: yeudatra/facus

English (LSJ)

[ᾰφ], υος, ἡ, false orach, Com. name of a plant in Ar.Eq.630; cf. ψευδαμάμαξυς.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, falsche Melde, Lügenmelde, Lügenkohl, Ar. Equ. 628, komisch nach ψευδαμάμαξυς gebildeter Pflanzenname.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
fausse arroche, càd imposture.
Étymologie: ψευδής, ἀτράφαξυς.
Par. ψευδαμάμαξυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδατράφαξυς -υος, ἡ [ψευδής, ἀτράφαξυς] kom. plantennaam pseudo-melde (d.w.z. onkruid).

Russian (Dvoretsky)

ψευδατράφαξυς: υος ἡ ирон. ложная лебеда, перен. пустомеля, лжец Arph.

Greek Monolingual

-άξυος, και ψευδατράφαξις, -άξεως, ἡ, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμική ονομασία φυτού) ψεύτικη ατράφαξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀτράφαξυς «είδος λαχανικού»].

Greek Monotonic

ψευδατράφαξυς: [ᾰφ],-υος, ἡ, ψευδής ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδατράφαξῠς: -υος, ἡ, ψευδὴς ἀτράφαξυς, κωμικὸν ὄνομα φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. ψευδαμάμαξυς.

Middle Liddell

ψευδ-ατράφαξυς, υος, ἡ,
false orach, Comic name of a plant, Ar.