ἐπιλογιστικός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(6_10)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλογιστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]] εἰς τὸ ἐπιλογίζεσθαι, τῶν ἑξῆς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 3· ἐπιλογιζόμενος, [[φρόνιμος]], Κλήμ. Ἀλ. 254.
|lstext='''ἐπιλογιστικός''': -ή, -όν, [[ἱκανός]] εἰς τὸ ἐπιλογίζεσθαι, τῶν ἑξῆς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 3· ἐπιλογιζόμενος, [[φρόνιμος]], Κλήμ. Ἀλ. 254.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλογιστικός]], -ή, -όν (Α) [[επιλογίζομαι]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να σκέφτεται<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλογιστικός Medium diacritics: ἐπιλογιστικός Low diacritics: επιλογιστικός Capitals: ΕΠΙΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epilogistikós Transliteration B: epilogistikos Transliteration C: epilogistikos Beta Code: e)pilogistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to calculate or take into account, θεωρία ἐ. τῶν ὑπαρχόντων Phld.Rh.2.47S.; τοῦ ἑξῆς Arr.Epict.2.10.3; calculating, prudent, Ptol.Tetr.155. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.254S., Gal.18(2).26.    II. inferential, illative, [σύνδεσμος] A.D.Conj.257.18.

German (Pape)

[Seite 958] ή, όν, zum Ueberrechnen, Ueberlegen geschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογιστικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς τὸ ἐπιλογίζεσθαι, τῶν ἑξῆς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 3· ἐπιλογιζόμενος, φρόνιμος, Κλήμ. Ἀλ. 254.

Greek Monolingual

ἐπιλογιστικός, -ή, -όν (Α) επιλογίζομαι
1. ο ικανός να σκέφτεται
2. συνετός, φρόνιμος.