ἐπιγλωσσίς: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_5)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγλωσσίς''': Ἀττ. -ττίς, ίδος, ἡ, [[σαρκίον]] χονδρῶδες καὶ μυῶδες προσπεφυκὸς εἰς τὴν βάσιν τῆς γλώσσης, χρησιμεῦον δὲ νὰ ἐπιπωματίζῃ τὸ [[στόμιον]] τῆς τραχείας ἀρτηρίας [[ὅταν]] μασηθεῖσα ἡ τροφὴ παραπέμπηται εἰς τὸν οἰσοφάγον [[ὅπως]] μὴ πίπτῃ τι εἰς αὐτὴν τῶν βρωμάτων ἢ τῶν πομάτων, [[πῶμα]] γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσὶς Ἱππ. 268. 30· τοῖς μὲν οὖν τετράποσι και ἐναίμοις ἔχει ἡ [[ἀρτηρία]] [[οἷον]] [[πῶμα]] τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, π. τὰ Ἱστ. 1. 11, 12.
|lstext='''ἐπιγλωσσίς''': Ἀττ. -ττίς, ίδος, ἡ, [[σαρκίον]] χονδρῶδες καὶ μυῶδες προσπεφυκὸς εἰς τὴν βάσιν τῆς γλώσσης, χρησιμεῦον δὲ νὰ ἐπιπωματίζῃ τὸ [[στόμιον]] τῆς τραχείας ἀρτηρίας [[ὅταν]] μασηθεῖσα ἡ τροφὴ παραπέμπηται εἰς τὸν οἰσοφάγον [[ὅπως]] μὴ πίπτῃ τι εἰς αὐτὴν τῶν βρωμάτων ἢ τῶν πομάτων, [[πῶμα]] γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσὶς Ἱππ. 268. 30· τοῖς μὲν οὖν τετράποσι και ἐναίμοις ἔχει ἡ [[ἀρτηρία]] [[οἷον]] [[πῶμα]] τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, π. τὰ Ἱστ. 1. 11, 12.
}}
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> <i>επιγλωττίς</i>.
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγλωσσίς Medium diacritics: ἐπιγλωσσίς Low diacritics: επιγλωσσίς Capitals: ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΣ
Transliteration A: epiglōssís Transliteration B: epiglōssis Transliteration C: epiglossis Beta Code: e)piglwssi/s

English (LSJ)

Att. ἐπιγλωττίς, ίδος, ἡ,

   A valve which covers the larynx, epiglottis, Hp.Cord.2, Arist.HA492b34, etc.    2. of the vocal chords, Gal.8.50.

German (Pape)

[Seite 932] ίδος, ἡ, att. -γλωττίς, der Kehldeckel, als Anhang der Zunge, Hippocr. u. Folgde, wie Arist. H. A. 1, 11 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγλωσσίς: Ἀττ. -ττίς, ίδος, ἡ, σαρκίον χονδρῶδες καὶ μυῶδες προσπεφυκὸς εἰς τὴν βάσιν τῆς γλώσσης, χρησιμεῦον δὲ νὰ ἐπιπωματίζῃ τὸ στόμιον τῆς τραχείας ἀρτηρίας ὅταν μασηθεῖσα ἡ τροφὴ παραπέμπηται εἰς τὸν οἰσοφάγον ὅπως μὴ πίπτῃ τι εἰς αὐτὴν τῶν βρωμάτων ἢ τῶν πομάτων, πῶμα γὰρ ἀτρεκὲς ἡ ἐπιγλωσσὶς Ἱππ. 268. 30· τοῖς μὲν οὖν τετράποσι και ἐναίμοις ἔχει ἡ ἀρτηρία οἷον πῶμα τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, π. τὰ Ἱστ. 1. 11, 12.

Greek Monolingual

η
βλ. επιγλωττίς.