ἐπιπόδιος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />attaché aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πούς]]. | |btext=α, ον :<br />attaché aux pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιπόδιος]], -ον (Α) [[πους]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [[[δεσμά]]]», <b>Σοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A upon the feet, S.OT1350 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.
Greek Monolingual
ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [[[δεσμά]]]», Σοφ.).