ἐπισυρμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(6_14)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισυρμός''': ὁ, ([[ἐπισύρω]]) [[ὀκνηρία]], [[ἀμέλεια]] εἰς ἐπ. καὶ λήθην ἄγειν Πολύβ. 40. 2, 10. ΙΙ. [[σαρκασμός]], τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ᾿ ἐπισυρμοῦ τινος Στοβ. Ἐκλογ. 2, 222.
|lstext='''ἐπισυρμός''': ὁ, ([[ἐπισύρω]]) [[ὀκνηρία]], [[ἀμέλεια]] εἰς ἐπ. καὶ λήθην ἄγειν Πολύβ. 40. 2, 10. ΙΙ. [[σαρκασμός]], τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ᾿ ἐπισυρμοῦ τινος Στοβ. Ἐκλογ. 2, 222.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισυρμός]], ὁ (Α) [[επισύρω]]<br /><b>1.</b> [[αμέλεια]], [[οκνηρία]] («εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγοιεν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> σαρκαστική [[διάθεση]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυρμός Medium diacritics: ἐπισυρμός Low diacritics: επισυρμός Capitals: ΕΠΙΣΥΡΜΟΣ
Transliteration A: episyrmós Transliteration B: episyrmos Transliteration C: episyrmos Beta Code: e)pisurmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A laziness, negligence, εἰς ἐ. καὶ λήθην ἄγειν Plb. 4.49.1, cf. 38.15.10.    II mockery, Stoic. ap. Stob.2.7.11m.

German (Pape)

[Seite 987] ὁ, das Nachschleppen, Hinziehen, Verzögern einer Sache, εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγειν Pol. 4, 49, 1; Nachlässigkeit, 40, 2, 10. – Bei Stob. ecl. eth. p. 222 das Durchziehen, Verspotten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυρμός: ὁ, (ἐπισύρω) ὀκνηρία, ἀμέλεια εἰς ἐπ. καὶ λήθην ἄγειν Πολύβ. 40. 2, 10. ΙΙ. σαρκασμός, τὸ σαρκάζειν, ὅ ἐστιν εἰρωνεύεσθαι μετ᾿ ἐπισυρμοῦ τινος Στοβ. Ἐκλογ. 2, 222.

Greek Monolingual

ἐπισυρμός, ὁ (Α) επισύρω
1. αμέλεια, οκνηρία («εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγοιεν», Πολ.)
2. σαρκαστική διάθεση.