ἑρμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἑρμογλυφεύς]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἑρμογλυφεύς]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἑρμογλύφος]], Α και [[ἑρμογλυφεύς]])<br />[[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλύπτης]] ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ερμής]] <span style="color: red;">+</span> [[γλυφός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-<i>γλύφος</i>, <i>ξυλο</i>-<i>γλύφος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].