ἐρεικτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_11)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρεικτός''': -ή, -όν, συντετριμμένος, κοπανισμένος, Ἑβδ. Λευιτ. Ϛ΄, 21 [[ἔνθα]] διάφ. γραφ. ἑλικτά), «ὄσπρια ἐρεικτὰ τὰ σχιστά, ὁποῖον ὁ [[κύαμος]]. Παυσανίας δὲ καὶ ἐρεικτὸν πυρὸν λέγει τὸν μὴ [[ἄλευρον]] ἀληλεσμένον, ἀλλ’ [[ὥστε]] δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι, ὃν [[ἄνθρωπος]] κοινὸς εἴποι ἂν ἀδράλεστον» Εὐστ. 941. 23, 1524. 64: ὡσταύτως, ἐρικτά, τά, [[σῖτος]] πεφρυγμένος καὶ κεκομμένος, «[[κοπανιστός]]», Ἱππ. 642. 13· νέα πεφρυγμένα χῖδρα ἐρικτά, χλωρὰ πεφρυγμένα ἀστάχυα κοπανιστά, Ἑβδ. (Λευιτ. Β΄, 14), πρβλ. Ἡσύχ. Σουΐδ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἐρεικτός''': -ή, -όν, συντετριμμένος, κοπανισμένος, Ἑβδ. Λευιτ. Ϛ΄, 21 [[ἔνθα]] διάφ. γραφ. ἑλικτά), «ὄσπρια ἐρεικτὰ τὰ σχιστά, ὁποῖον ὁ [[κύαμος]]. Παυσανίας δὲ καὶ ἐρεικτὸν πυρὸν λέγει τὸν μὴ [[ἄλευρον]] ἀληλεσμένον, ἀλλ’ [[ὥστε]] δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι, ὃν [[ἄνθρωπος]] κοινὸς εἴποι ἂν ἀδράλεστον» Εὐστ. 941. 23, 1524. 64: ὡσταύτως, ἐρικτά, τά, [[σῖτος]] πεφρυγμένος καὶ κεκομμένος, «[[κοπανιστός]]», Ἱππ. 642. 13· νέα πεφρυγμένα χῖδρα ἐρικτά, χλωρὰ πεφρυγμένα ἀστάχυα κοπανιστά, Ἑβδ. (Λευιτ. Β΄, 14), πρβλ. Ἡσύχ. Σουΐδ. ἐν λέξει.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρεικτός]] και [[ἐρικτός]], -ή, -όν (Α) [[ερείκω]]<br /><b>1.</b> (για όσπρια) ο χονδραλεσμένος, ο χονδροκοπανισμένος<br /><b>2.</b> (το ουδ. συνήθ. στον πληθ.) <i>τὸ ἐρ</i>(<i>ει</i>)<i>κτὸν</i> και <i>τὰ ἐρ</i>(<i>ε</i>)<i>ικτά</i><br />το χονδραλεσμένο [[σιτάρι]], το [[πλιγούρι]].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεικτός Medium diacritics: ἐρεικτός Low diacritics: ερεικτός Capitals: ΕΡΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ereiktós Transliteration B: ereiktos Transliteration C: ereiktos Beta Code: e)reikto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A bruised, pounded, πυρός (ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι) Paus.Gr.Fr.177 : also ἐρικτά, τά, barley-broth, Hp.Mul.2.118, Hsch., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεικτός: -ή, -όν, συντετριμμένος, κοπανισμένος, Ἑβδ. Λευιτ. Ϛ΄, 21 ἔνθα διάφ. γραφ. ἑλικτά), «ὄσπρια ἐρεικτὰ τὰ σχιστά, ὁποῖον ὁ κύαμος. Παυσανίας δὲ καὶ ἐρεικτὸν πυρὸν λέγει τὸν μὴ ἄλευρον ἀληλεσμένον, ἀλλ’ ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι, ὃν ἄνθρωπος κοινὸς εἴποι ἂν ἀδράλεστον» Εὐστ. 941. 23, 1524. 64: ὡσταύτως, ἐρικτά, τά, σῖτος πεφρυγμένος καὶ κεκομμένος, «κοπανιστός», Ἱππ. 642. 13· νέα πεφρυγμένα χῖδρα ἐρικτά, χλωρὰ πεφρυγμένα ἀστάχυα κοπανιστά, Ἑβδ. (Λευιτ. Β΄, 14), πρβλ. Ἡσύχ. Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἐρεικτός και ἐρικτός, -ή, -όν (Α) ερείκω
1. (για όσπρια) ο χονδραλεσμένος, ο χονδροκοπανισμένος
2. (το ουδ. συνήθ. στον πληθ.) τὸ ἐρ(ει)κτὸν και τὰ ἐρ(ε)ικτά
το χονδραλεσμένο σιτάρι, το πλιγούρι.