ἐκπέραμα: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἐκπέρᾱμα) -ματος, τό<br />[[salida]] τρίτον τόδ' ἐ. δωμάτων καλῶ te llamo por tercera vez para que salgas del palacio</i> A.<i>Ch</i>.655.
|dgtxt=(ἐκπέρᾱμα) -ματος, τό<br />[[salida]] τρίτον τόδ' ἐ. δωμάτων καλῶ te llamo por tercera vez para que salgas del palacio</i> A.<i>Ch</i>.655.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκπέραμα]], το (Α)<br />το να περάσει, να έλθει [[κάποιος]].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέρᾱμα Medium diacritics: ἐκπέραμα Low diacritics: εκπέραμα Capitals: ΕΚΠΕΡΑΜΑ
Transliteration A: ekpérama Transliteration B: ekperama Transliteration C: ekperama Beta Code: e)kpe/rama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A coming out of, δωμάτων A.Ch.655.

German (Pape)

[Seite 772] τό, der Ausgang, das Herauskommen, δωμάτων Aesch. Ch. 644.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέρᾱμα: τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sortie.
Étymologie: ἐκπεράω.

Spanish (DGE)

(ἐκπέρᾱμα) -ματος, τό
salida τρίτον τόδ' ἐ. δωμάτων καλῶ te llamo por tercera vez para que salgas del palacio A.Ch.655.

Greek Monolingual

ἐκπέραμα, το (Α)
το να περάσει, να έλθει κάποιος.