εὔκνημος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles jambes ; <i>subst.</i> ἡ [[εὔκνημος]] polycnème, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
|btext=ος, ον :<br />aux belles jambes ; <i>subst.</i> ἡ [[εὔκνημος]] polycnème, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκνημος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὔκνημος]]<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-<i>κνημος</i>, [[λευκό]]-<i>κνημος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκνημος Medium diacritics: εὔκνημος Low diacritics: εύκνημος Capitals: ΕΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: eúknēmos Transliteration B: euknēmos Transliteration C: eyknimos Beta Code: eu)/knhmos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful ankle, πούς AP5.202 (Asclep.); with handsome legs, of a statue, Plin.HN34.82; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; with strong calves, UPZ121.6 (ii B.C.).    II as Subst., a plant in Nic. Th.648, Al.372.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönen Waden, Poll.; πούς, Asclepds. 30 (V, 203); – εὔκνημος ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκνημος: -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, ἤγουν εὐκλάδου. ἢ εἶδος βοτάνης», πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Ἀλεξιφ. 372.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles jambes ; subst.εὔκνημος polycnème, plante.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκνημος, -ον)
αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες
2. το αρσ. ως ουσ. εὔκνημος
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].