εὐήνεμος: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien exposé au vent, bien aéré (pays).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄνεμος]].
|btext=ος, ον :<br />bien exposé au vent, bien aéré (pays).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄνεμος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐήνεμος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. [[εὐάνεμος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο [[απάνεμος]] («[[λιμένας]] ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο εκτεθειμένος στον άνεμο<br /><b>2.</b> (για [[ταξίδι]]) με ευνοϊκό άνεμο («[[πλόος]] [[εὐάνεμος]]»)<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άνεμος]]. Το -<i>η</i>- (<i>ᾱ</i>) λόγω της συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήνεμος Medium diacritics: εὐήνεμος Low diacritics: ευήνεμος Capitals: ΕΥΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: euḗnemos Transliteration B: euēnemos Transliteration C: evinemos Beta Code: eu)h/nemos

English (LSJ)

Dor. εὐάν- [ᾱ, exc. in AP9.555 (Crin.) ], ον,

   A well as to the winds, i.e.,    I serene, calm, πόντου χεῦμα E.Fr.316; πλόος εὐ. a fair voyage, Theoc.28.5.    b epith. of Zeus at Sparta, Paus.3.13.8.    2 sheltered from the wind, λιμένες E.Andr.749 (and perh. also λίμνα S.Fr.371 (lyr.)); χώρα Luc.Abd.27.    II open to the wind, [ὡς πῦρ] ἐν εὐανέμοις βάσσαις (cf. εὔπνοος 11) S.Aj.197 (lyr.), cf. Orib.9.20.1.

German (Pape)

[Seite 1067] mit gutem Winde, πόντου χεῦμα, das von gutem Winde leicht bewegte Meer, Eur. Dan. 10; λιμήν, vor Winden geschützt, Andr. 750; χώρα, Luc. Abd. 27. Vgl. εὐάνεμος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήνεμος: Δωρ. εὐάνεμος ᾱ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Π. 9. 555, ον· ὁ ἔχων καλῶς ὡς πρὸς τοὺς ἀνέμους· δηλ. Ι. εὐδιεινός, καλός, ἀχείμαστος, πόντου χεῦμ’ ἰδεῖν εὐήνεμον Εὐρ. Ἀποσπ. 318· τυῖδε γὰρ πλόον εὐάνεμον αἰτήμεθα πὰρ Διὸς Θεόκρ. 28. 5 - ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ἐν Σπάρτῃ, Παυσ. 3. 13, 8. 2) μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμων, λιμήν Εὐρ. Ἀνδρ. 749· χώρα Λουκ. Ἀποκηρ. 27. ΙΙ. ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἄνεμον, καλῶς διαπνεόμενος, ὡς πῦρ ἐν εὐανέμοις βάσσαις (πρβλ. εὔπνοος ΙΙ) Σοφ. Αἴ. 197· καὶ οὕτω πιθαν, εὐαν. λίμνας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien exposé au vent, bien aéré (pays).
Étymologie: εὖ, ἄνεμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐήνεμος, -ον
Α και δωρ. τ. εὐάνεμος, -ον)
(για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο απάνεμοςλιμένας ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.)
αρχ.
1. ο εκτεθειμένος στον άνεμο
2. (για ταξίδι) με ευνοϊκό άνεμο («πλόος εὐάνεμος»)
3. (ως επίθ. του Διός) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνεμος. Το -η- () λόγω της συνθέσεως].