ἐριαχθής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐριαχθής''': -ές, ([[ἔριον]], [[ἄχθος]]) φέρων [[ἄχθος]] ἐρίου, μαλλοῦ, [[βαθύμαλλος]], ἢ (ἐρι-, [[ἄχθος]]) [[λίαν]] βεβαρημένος, [[ποίμνη]] Μάξιμ. π. Καταρχ. 520. | |lstext='''ἐριαχθής''': -ές, ([[ἔριον]], [[ἄχθος]]) φέρων [[ἄχθος]] ἐρίου, μαλλοῦ, [[βαθύμαλλος]], ἢ (ἐρι-, [[ἄχθος]]) [[λίαν]] βεβαρημένος, [[ποίμνη]] Μάξιμ. π. Καταρχ. 520. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐριαχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[βαρύ]] έριον, ο [[βαθύμαλλος]] ή ο πολύ βεβαρημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) ή <i>έριον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άχθος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (ἔριον, ἄχθος)
A laden with wool, woolly, or (ἐρι-, ἄχθος) heavy-laden, ποίμνη Max.520.
German (Pape)
[Seite 1027] ές, sehr belastet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριαχθής: -ές, (ἔριον, ἄχθος) φέρων ἄχθος ἐρίου, μαλλοῦ, βαθύμαλλος, ἢ (ἐρι-, ἄχθος) λίαν βεβαρημένος, ποίμνη Μάξιμ. π. Καταρχ. 520.
Greek Monolingual
ἐριαχθής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) ή έριον + -αχθής (< άχθος)].