εὐηγορία: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_10) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐηγορία''': ἡ, καλὸς [[λόγος]], [[ἔπαινος]], Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 139. | |lstext='''εὐηγορία''': ἡ, καλὸς [[λόγος]], [[ἔπαινος]], Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 139. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐηγορία]], ἡ (Α) [[ευήγορος]]<br /><b>1.</b> καλά [[λόγια]], [[εγκώμιο]]<br /><b>2.</b> ευγενική [[γλώσσα]], προσεγμένη [[διατύπωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A good words, praise, Call.Lav.Pall.139.
German (Pape)
[Seite 1066] ἡ, das Lobpreisen, Callim. Lav. Pall. 139.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηγορία: ἡ, καλὸς λόγος, ἔπαινος, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 139.
Greek Monolingual
εὐηγορία, ἡ (Α) ευήγορος
1. καλά λόγια, εγκώμιο
2. ευγενική γλώσσα, προσεγμένη διατύπωση.