εὐφορβία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐφορβία''': ἡ, [[πολυτροφία]], σφαδᾳζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ, [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ γνάθος [[πλήρης]] Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F). | |lstext='''εὐφορβία''': ἡ, [[πολυτροφία]], σφαδᾳζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ, [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ γνάθος [[πλήρης]] Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐφορβία]], ἡ (Α) [[εύφορβος]]<br />καλή, άφθονη [[τροφή]] ζώων («σφαδάζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ [[γνάθος]] [[πλήρης]]», <b>Σοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A high feeding, σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφορβία: ἡ, πολυτροφία, σφαδᾳζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ, γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F).
Greek Monolingual
εὐφορβία, ἡ (Α) εύφορβος
καλή, άφθονη τροφή ζώων («σφαδάζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης», Σοφ.).