ἔκφευξις: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[escapatoria]] Apollon.<i>Lex</i>.254, ἐποίησα τὴν ἔκφευξίν μου Sm.<i>Ps</i>.54.9, Eus.M.23.477B, οὐ [[γάρ]] ἐστιν ἐπ' αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν <i>Apoc.En.Sync</i>.p.26. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[escapatoria]] Apollon.<i>Lex</i>.254, ἐποίησα τὴν ἔκφευξίν μου Sm.<i>Ps</i>.54.9, Eus.M.23.477B, οὐ [[γάρ]] ἐστιν ἐπ' αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν <i>Apoc.En.Sync</i>.p.26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔκφευξις]], η (Α)<br />η [[ενέργεια]] του [[εκφεύγω]], [[διαφυγή]], [[δραπέτευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A escape, Apollon.Lex. s.v. ἀλεωρή.
German (Pape)
[Seite 785] ἡ, das Entfliehen, Apoll. lex. H. v. ἀλεωρή.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφευξις: -εως, ἡ, ἀποφυγή, «γλυτωμός», Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ. ἐν λέξει ἀλεωρή· ὁ τύπος ἔκφυξις εὕρηται παρὰ Συμμ. Ψαλμ. νδʹ, 9.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
escapatoria Apollon.Lex.254, ἐποίησα τὴν ἔκφευξίν μου Sm.Ps.54.9, Eus.M.23.477B, οὐ γάρ ἐστιν ἐπ' αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν Apoc.En.Sync.p.26.
Greek Monolingual
ἔκφευξις, η (Α)
η ενέργεια του εκφεύγω, διαφυγή, δραπέτευση.