θυρσοπλήξ: Difference between revisions
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
(6_11) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυρσοπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τοῖς Βακχείοις ἐνθεαζόμενος, Ἡσύχ. | |lstext='''θυρσοπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τοῖς Βακχείοις ἐνθεαζόμενος, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυρσοπλήξ]], -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει χτυπηθεί από θύρσο, ο θεόπνευσρος, ο [[θεόληπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πληξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-[[πλήξ]], <i>κυματο</i>-[[πλήξ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ,
A thyrsus-stricken, frantic, [ἑσμὸς] τεχνιτῶν Limen.19, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1227] ῆγος, vom Thyrsus geschlagen, bacchisch begeistert, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τοῖς Βακχείοις ἐνθεαζόμενος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θυρσοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει χτυπηθεί από θύρσο, ο θεόπνευσρος, ο θεόληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -πλήξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι-πλήξ, κυματο-πλήξ].