ἰσοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοκέφᾰλος''': -ον, ἔχων ὁμοίαν κεφαλήν, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[ἰσόπαλος]], Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α.
|lstext='''ἰσοκέφᾰλος''': -ον, ἔχων ὁμοίαν κεφαλήν, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[ἰσόπαλος]], Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσοκέφαλος]], -ον) αυτός που έχει [[κεφάλι]] όμοιο, ίσο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />συγκεχυμένος, [[ασαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδρο</i>-[[κέφαλος]], <i>ορθο</i>-[[κέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκέφᾰλος Medium diacritics: ἰσοκέφαλος Low diacritics: ισοκέφαλος Capitals: ΙΣΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: isoképhalos Transliteration B: isokephalos Transliteration C: isokefalos Beta Code: i)soke/falos

English (LSJ)

ον,

   A like-headed, dub. in Ibyc.16.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichköpfig, Ibyc. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκέφᾰλος: -ον, ἔχων ὁμοίαν κεφαλήν, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἰσόπαλος, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοκέφαλος, -ον) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο, ίσο με κάποιον άλλο
αρχ.
συγκεχυμένος, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αδρο-κέφαλος, ορθο-κέφαλος.