ἰσχυρογνωμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(b)
(18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσχυρογνωμοσύνη]]) [[ισχυρογνώμων]]<br />η αδικαιολόγητη [[επιμονή]] σε μια [[γνώμη]], το να επιμένει [[κάποιος]] αδικαιολόγητα σε μια [[άποψη]], σε μια [[επιθυμία]] ή [[απαίτηση]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρογνωμοσύνη Medium diacritics: ἰσχυρογνωμοσύνη Low diacritics: ισχυρογνωμοσύνη Capitals: ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: ischyrognōmosýnē Transliteration B: ischyrognōmosynē Transliteration C: ischyrognomosyni Beta Code: i)sxurognwmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A obstinacy, Ph.1.653, J.Ap.1.22.

German (Pape)

[Seite 1273] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.