καλαμευτής: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>οῦ (ὁ) :<br />moissonneur.<br />'''Étymologie:''' [[καλάμη]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />pêcheur à la ligne.<br />'''Étymologie:''' [[κάλαμος]].
|btext=<span class="bld">1</span>οῦ (ὁ) :<br />moissonneur.<br />'''Étymologie:''' [[καλάμη]].<br /><span class="bld">2</span>οῦ (ὁ) :<br />pêcheur à la ligne.<br />'''Étymologie:''' [[κάλαμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καλαμευτής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[θεριστής]]<br /><b>2.</b> [[ψαράς]] που ψαρεύει με [[καλαμίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[θεριστής]]» η λ. προέρχεται από τον τ. [[καλάμη]], ενώ με τη σημ. «[[ψαράς]]» από τη λ. [[κάλαμος]]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμευτής Medium diacritics: καλαμευτής Low diacritics: καλαμευτής Capitals: ΚΑΛΑΜΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kalameutḗs Transliteration B: kalameutēs Transliteration C: kalameftis Beta Code: kalameuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ (as if from *καλαμεύω),

   A reaper, mower, Theoc.5.111.    II = καλαμεύς, AP6.167 (Agath.), 10.8 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, 1) der Schnitter, Mäher, Theocr. 5, 111, Schol. θεριστής. – 2) der Angler, Archi. 17 (X, 8) Agath. 28 (VI, 167) u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
moissonneur.
Étymologie: καλάμη.
2οῦ (ὁ) :
pêcheur à la ligne.
Étymologie: κάλαμος.

Greek Monolingual

καλαμευτής, ὁ (Α)
1. θεριστής
2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος].