καθυγρασμός: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυγρασμός''': ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ [[γλῶττα]] δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34. | |lstext='''καθυγρασμός''': ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ [[γλῶττα]] δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθυγρασμός]], ὁ (Α) [[καθυγραίνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[καθυγραίνω]], η ύγρανση από [[βρέξιμο]] («ἡ [[γλῶττα]] δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A moistening, Sor.1.120, Aët.5.118.
German (Pape)
[Seite 1289] ὁ, Anfeuchtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθυγρασμός: ὁ, τὸ καθυγραίνειν, ἡ γλῶττα δεῖται καθυγρασμοῦ Ἀετ. 93. 34.
Greek Monolingual
καθυγρασμός, ὁ (Α) καθυγραίνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.).