ἐξάρθρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación]] Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.<i>in Hp.Fract</i>.53.25, cf. [[ἐξάρθρημα]].
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación]] Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.<i>in Hp.Fract</i>.53.25, cf. [[ἐξάρθρημα]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρωμα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[μετατόπιση]] οστών που συνδέονται με [[άρθρωση]], το [[βγάλσιμο]] από την [[κλείδωση]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρθρωμα Medium diacritics: ἐξάρθρωμα Low diacritics: εξάρθρωμα Capitals: ΕΞΑΡΘΡΩΜΑ
Transliteration A: exárthrōma Transliteration B: exarthrōma Transliteration C: eksarthroma Beta Code: e)ca/rqrwma

English (LSJ)

ατος, τό,

German (Pape)

[Seite 872] τό, das Ausgerenkte, Verrenkung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρωμα: τό, -θρωσις, ἡ, = ἐξάρθρημα, -θρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, luxación Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.in Hp.Fract.53.25, cf. ἐξάρθρημα.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρωμα) εξαρθρώ
μετατόπιση οστών που συνδέονται με άρθρωση, το βγάλσιμο από την κλείδωση.