θυΐσκη: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_9) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυΐσκη''': ἡ, [[θυμιατήριον]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. α΄, 22, κ. ἀλλ.)· [[ὡσαύτως]] θυΐσκος, ὁ, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 8: - [[ὡσαύτως]] [[θύσκη]], -ος, Ἐτυμ. Μ. 458. 53, Σουΐδ. | |lstext='''θυΐσκη''': ἡ, [[θυμιατήριον]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. α΄, 22, κ. ἀλλ.)· [[ὡσαύτως]] θυΐσκος, ὁ, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 8: - [[ὡσαύτως]] [[θύσκη]], -ος, Ἐτυμ. Μ. 458. 53, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυΐσκη]], ἡ (Α) [[θύος]]<br />θυμιατήρι, λιβανιστήρι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A censer, LXX 1 Ma.1.22, al., J.AJ3.6.8, 3.8.10:—θῠΐσκος, ὁ, v.l., ib.3.6.8:—also θύσκη, POxy.1657.13 (iii A.D.), Suid., EM 458.53: θύσκος, ib.52 (θύκος cod.).
German (Pape)
[Seite 1222] ἡ, Räuchergefäß, LXX. S. θύσκη.
Greek (Liddell-Scott)
θυΐσκη: ἡ, θυμιατήριον, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. α΄, 22, κ. ἀλλ.)· ὡσαύτως θυΐσκος, ὁ, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 8: - ὡσαύτως θύσκη, -ος, Ἐτυμ. Μ. 458. 53, Σουΐδ.