ἐπέγερσις: Difference between revisions
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
(6_8) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπέγερσις''': -εως, ἡ, [[ἐξέγερσις]] ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφύπνισις, αἱ ταραχώδεις ἐπεγέρσιες Ἱππ. 76. 22. | |lstext='''ἐπέγερσις''': -εως, ἡ, [[ἐξέγερσις]] ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφύπνισις, αἱ ταραχώδεις ἐπεγέρσιες Ἱππ. 76. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπέγερσις]], η (Α) [[επεγείρω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[επεγείρω]], η [[έγερση]] από τον ύπνο, το [[ξύπνημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A being roused, awaking, Hp.Prorrh.1.112, Max.Tyr.16.6.
German (Pape)
[Seite 908] ἡ, das Aufwecken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέγερσις: -εως, ἡ, ἐξέγερσις ἐκ τοῦ ὕπνου, ἀφύπνισις, αἱ ταραχώδεις ἐπεγέρσιες Ἱππ. 76. 22.
Greek Monolingual
ἐπέγερσις, η (Α) επεγείρω
η ενέργεια του επεγείρω, η έγερση από τον ύπνο, το ξύπνημα.