καρηβαρία: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(c2) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ἡ, = [[καρηβάρεια]]; ὀζαλέη Macc. 10 (IX, 249), v. l. auch bei den Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ἡ, = [[καρηβάρεια]]; ὀζαλέη Macc. 10 (IX, 249), v. l. auch bei den Medic. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρηβαρία]] και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [[καρηβαρώ]]<br /><b>1.</b> [[πόνος]] του κεφαλιού, [[κεφαλαλγία]], [[κεφαλόπονος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρηβαρία]] βάκτρου» — [[βάρος]] της κορυφής ράβδου, [[παράφραση]] για ροζιασμένο [[ραβδί]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, = foreg., Hp.Acut.49, Aph.5.22, Arist. Somn.Vig.456b29, Porph.Abst.1.28, Agath.2.38; κ. βάκτρου, paraphrase for a 'knobby' stick, AP9.249 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1327] ἡ, = καρηβάρεια; ὀζαλέη Macc. 10 (IX, 249), v. l. auch bei den Medic.
Greek Monolingual
καρηβαρία και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) καρηβαρώ
1. πόνος του κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος
2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» — βάρος της κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.).