καταίβασις: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(6_8)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταίβᾰσις''': -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[κατάβασις]], Ἀνθ. Π. 11. 23.
|lstext='''καταίβᾰσις''': -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[κατάβασις]], Ἀνθ. Π. 11. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταίβασις]], ἡ (Α)<br />[[μετάβαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. τ. του [[κατάβασις]]. Το <i>καται</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του <i>καται</i>-[[βάτης]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταίβᾰσις Medium diacritics: καταίβασις Low diacritics: καταίβασις Capitals: ΚΑΤΑΙΒΑΣΙΣ
Transliteration A: kataíbasis Transliteration B: kataibasis Transliteration C: kataivasis Beta Code: katai/basis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for κατάβασις, AP11.23 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατάβασις, Ἀνθ. Π. 11. 23.

Greek Monolingual

καταίβασις, ἡ (Α)
μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του κατάβασις. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καται-βάτης.