καταβροχή: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(6_10) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβροχή''': ἡ, κατάβρεγμα, πότισμα, μαλάκωμα, καταβροχῇ διὰ γλυκέος ἐλαίου [[χρηστέον]] Γαλην. τ. 14, σ. 448, 1. | |lstext='''καταβροχή''': ἡ, κατάβρεγμα, πότισμα, μαλάκωμα, καταβροχῇ διὰ γλυκέος ἐλαίου [[χρηστέον]] Γαλην. τ. 14, σ. 448, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταβροχή]], ἡ (Α) [[καταβρέχω]]<br />το [[κατάβρεγμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A soaking, steeping, Dsc.1.54 (pl.), Thd.Pr.3.8, Orib. 10.15.2.
German (Pape)
[Seite 1341] ἡ, das Benetzen, Durchnässen, Einweichen, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταβροχή: ἡ, κατάβρεγμα, πότισμα, μαλάκωμα, καταβροχῇ διὰ γλυκέος ἐλαίου χρηστέον Γαλην. τ. 14, σ. 448, 1.
Greek Monolingual
καταβροχή, ἡ (Α) καταβρέχω
το κατάβρεγμα.