καρτεροβρόντης: Difference between revisions
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(6_19) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρτεροβρόντης''': -ου, ὁ, ὁ κρατερῶς, ἰσχυρῶς βροντῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 127. 2. | |lstext='''καρτεροβρόντης''': -ου, ὁ, ὁ κρατερῶς, ἰσχυρῶς βροντῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 127. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρτεροβρόντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που βροντά [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρτερός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βρόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βροντή]] <span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «[[βροντώ]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A thundering mightily, Pi.Fr.155.
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, gewaltig donnernd, Zeus, Pind. frg. 127 b. Ath. V, 191 f.
Greek (Liddell-Scott)
καρτεροβρόντης: -ου, ὁ, ὁ κρατερῶς, ἰσχυρῶς βροντῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 127. 2.
Greek Monolingual
καρτεροβρόντης, ὁ (Α)
αυτός που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -βρόντης (< βροντή < βρέμω «βροντώ»)].