καταπίμπλημι: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> καταπλήσω;<br />remplir entièrement, combler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταπίμπλαμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπλημι]]. | |btext=<i>f.</i> καταπλήσω;<br />remplir entièrement, combler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταπίμπλαμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπλημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπίμπλημι]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[πίμπλημι]]) [[γεμίζω]] εντελώς, [[είμαι]] εντελώς [[γεμάτος]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πίμπλημι]] «[[γεμίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
A fill quite full, dub. l. in Lync.1.16. II c. acc. et gen., fill full of, κ. [τινὰ] φρονήματος Plu.2.715a; βίον πολέμων Ph. 1.411, cf. 2.558:—Pass., καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Pl.R.496d: also c. dat., ἡδύσμασιν . . καταπεπλησμέν' Antiph.183.4:—Med., πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς their own tents, Plu.Brut.47.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς γεμίζω (κατέπλησα τὸ χεῖλος, οὐκ ἐνέπλησα δέ, ἔνθα τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, μέχρι κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.
French (Bailly abrégé)
f. καταπλήσω;
remplir entièrement, combler;
Moy. καταπίμπλαμαι m. sign.
Étymologie: κατά, πίμπλημι.
Greek Monolingual
καταπίμπλημι (Α)
(επιτ. τ. του πίμπλημι) γεμίζω εντελώς, είμαι εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πίμπλημι «γεμίζω»].