καταφρύγω: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> brûler;<br /><b>2</b> dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φρύγω]].
|btext=<b>1</b> brûler;<br /><b>2</b> dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φρύγω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταφρύγω]] AM, Α και [[καταφρύσσω]] και [[καταφρύττω]]<br /><b>μέσ.</b> <i>καταφρύγομαι</i><br />ξηραίνομαι [[τελείως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καταφρύγομαι</i><br />(για [[νερό]]) [[στερεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για κεραυνό) [[αποτεφρώνω]], [[κατακαίω]]<br /><b>2.</b> (για ασθένειες) [[προκαλώ]] πλήρη [[εξάντληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φρύγω]] «[[ψήνω]], [[καίω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφρύγω Medium diacritics: καταφρύγω Low diacritics: καταφρύγω Capitals: ΚΑΤΑΦΡΥΓΩ
Transliteration A: kataphrýgō Transliteration B: kataphrygō Transliteration C: katafrygo Beta Code: katafru/gw

English (LSJ)

[ῡ],

   A burn away, burn to ashes, of lightning, Ar.Nu. 396:—Pass., of love, v.l. in Theoc.14.26 (Pap. ined.).    2 parch, consume, of disease, Alex.Trall.Febr.4:—Pass., to be dried up, γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ruf. ap. Aët.5.95: fut. -φρυγήσομαι Hsch.:—also καταφρον-φρύς<ς>ω, καταφρον-φρύττω, Id., Olymp. in Mete.299.11.

Greek (Liddell-Scott)

καταφρύγω: ῡ, κατακαίω, καίω μέχρι τέφρας, ἐπὶ κεραυνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 396.- Παθ., καταξηραίνομαι, Ἐκκλ.· δίψει καταφρῠγῆναι Βασίλ.· γλῶσσαι καταπεφρυγμέναι Ἀέτ.·- «καταφρυγήσεται· καταξηρανθήσεται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1 brûler;
2 dessécher.
Étymologie: κατά, φρύγω.

Greek Monolingual

καταφρύγω AM, Α και καταφρύσσω και καταφρύττω
μέσ. καταφρύγομαι
ξηραίνομαι τελείως
μσν.
μέσ. καταφρύγομαι
(για νερό) στερεύω
αρχ.
1. (για κεραυνό) αποτεφρώνω, κατακαίω
2. (για ασθένειες) προκαλώ πλήρη εξάντληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φρύγω «ψήνω, καίω»].