κατάπικρος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_16) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάπικρος''': -ον, [[λίαν]] [[πικρός]], λόγοι κατάπικροι τῇ ψυχῇ Ἑβδ. (Ἰὼβ Ϛ', 3). | |lstext='''κατάπικρος''': -ον, [[λίαν]] [[πικρός]], λόγοι κατάπικροι τῇ ψυχῇ Ἑβδ. (Ἰὼβ Ϛ', 3). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάπικρος]], -ον)<br />(επιτ. τ. του [[πικρός]]) πολύ [[πικρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> καταλυπημένος, καταπικραμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A very bitter, τῇ ψυχῇ LXX 2 Ki.17.8, cf. Sm.Jb.6.3; Χολή PLeid.X.62.
German (Pape)
[Seite 1369] sehr bitter, herb, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπικρος: -ον, λίαν πικρός, λόγοι κατάπικροι τῇ ψυχῇ Ἑβδ. (Ἰὼβ Ϛ', 3).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάπικρος, -ον)
(επιτ. τ. του πικρός) πολύ πικρός
αρχ.
μτφ. καταλυπημένος, καταπικραμένος.