κατανίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128
(6_23)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατανίζω''': μέλλ. -[[νίψω]]: ἀόρ. παθ. -ενίφθην·- [[καλῶς]] [[νίπτω]], [[πλύνω]], [[καταρραίνω]]· ὄξει πάντα κ. Ἱππ. 883Α, πρβλ. 881G· γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκρ. ἐν «Μεταλλ.» 18. ΙΙ. [[ἐκπλύνω]], [[καθαρίζω]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 166, ἐν τῷ παθ.
|lstext='''κατανίζω''': μέλλ. -[[νίψω]]: ἀόρ. παθ. -ενίφθην·- [[καλῶς]] [[νίπτω]], [[πλύνω]], [[καταρραίνω]]· ὄξει πάντα κ. Ἱππ. 883Α, πρβλ. 881G· γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκρ. ἐν «Μεταλλ.» 18. ΙΙ. [[ἐκπλύνω]], [[καθαρίζω]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 166, ἐν τῷ παθ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατανίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βρέχω]] καλά, [[καταβρέχω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] καλά, [[καθαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νίζω]] «[[πλένω]] [[κάτι]]»].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανίζω Medium diacritics: κατανίζω Low diacritics: κατανίζω Capitals: ΚΑΤΑΝΙΖΩ
Transliteration A: katanízō Transliteration B: katanizō Transliteration C: katanizo Beta Code: katani/zw

English (LSJ)

(pres. κατ-νίπτω Ph.2.45),

   A wash well, ὄξει πάντα κ. Hp.Ulc. 27, cf.24; τὸν κηρόν Gal.13.743; γάλακι κατανενιμμένος Pherecr.108.18.    II wash out, purge, αἱ διάρροιαι . . -νιφθεῖσαι πεπαύσονται Hp. Prorrh.2.23; κατανίζεται τὸ σῶμα τοῖς οἴνοις Mnesith. ap. Ath.11.484a.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. νίζω), begießen, besprengen; Hippocr.; Ath. XI, 484 a.

Greek (Liddell-Scott)

κατανίζω: μέλλ. -νίψω: ἀόρ. παθ. -ενίφθην·- καλῶς νίπτω, πλύνω, καταρραίνω· ὄξει πάντα κ. Ἱππ. 883Α, πρβλ. 881G· γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκρ. ἐν «Μεταλλ.» 18. ΙΙ. ἐκπλύνω, καθαρίζω, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 166, ἐν τῷ παθ.

Greek Monolingual

κατανίζω (Α)
1. βρέχω καλά, καταβρέχω
2. πλένω καλά, καθαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νίζω «πλένω κάτι»].