δεσμόβροχος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(6_14)
(9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεσμόβροχος''': ὁ, [[βρόχος]] χρησιμεύων ὡς [[δεσμός]], Μανέθ. 5. 133.
|lstext='''δεσμόβροχος''': ὁ, [[βρόχος]] χρησιμεύων ὡς [[δεσμός]], Μανέθ. 5. 133.
}}
{{grml
|mltxt=[[δεσμόβροχος]], ο (Α)<br />ο [[βρόχος]] με τον οποίο δένεται [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσμόβροχος Medium diacritics: δεσμόβροχος Low diacritics: δεσμόβροχος Capitals: ΔΕΣΜΟΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: desmóbrochos Transliteration B: desmobrochos Transliteration C: desmovrochos Beta Code: desmo/broxos

English (LSJ)

ὁ,

   A noose, Man.5.133.

German (Pape)

[Seite 550] Band u. Schlinge, Maneth. 5, 133.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμόβροχος: ὁ, βρόχος χρησιμεύων ὡς δεσμός, Μανέθ. 5. 133.

Greek Monolingual

δεσμόβροχος, ο (Α)
ο βρόχος με τον οποίο δένεται κάτι.