κερατόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(6_14)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾱτόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ [[κερατίνης]] οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.
|lstext='''κερᾱτόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ [[κερατίνης]] οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερατόπους]], -οδος, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καμψί</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτόπους Medium diacritics: κερατόπους Low diacritics: κερατόπους Capitals: ΚΕΡΑΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: keratópous Transliteration B: keratopous Transliteration C: keratopous Beta Code: kerato/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A hornfooted, hoofed, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1422] ποδος, hornfüßig, Pan.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ κερατίνης οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερατόπους, -οδος, ὁ (Α)
αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -πους (< πούς), πρβλ. καμψί-πους, ωκύ-πους].