κεδματώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεδμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέδματα]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.
|lstext='''κεδμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέδματα]], Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεδματώδης]], -ῶδες (Α)<br />(αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα [[κέδματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδμᾰτώδης Medium diacritics: κεδματώδης Low diacritics: κεδματώδης Capitals: ΚΕΔΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kedmatṓdēs Transliteration B: kedmatōdēs Transliteration C: kedmatodis Beta Code: kedmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like κέδματα, Hp. ap. Erot.s.v.κέδματα (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 1410] ες, nach Art des Vorigen, damit behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κεδμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κέδματα, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν.

Greek Monolingual

κεδματώδης, -ῶδες (Α)
(αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, -ατος + επίθημα -ώδης].