κραδίας: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(6_23) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰδίας''': Ἰων. -ίης, ου, ὁ, ([[κράδη]]) ὁ πηγνύμενος δι’ ὀποῦ τῆς κράδης, συκῆς, τυρὸς Ἡσύχ. ΙΙ. κρ. [[νόμος]], [[ἀρχαῖον]] τι [[μέλος]] αὐλητικὸν παιζόμενον (καθ’ ἅ λέγει ὁ Ἡσύχ.), ἐνῷ οἱ ἐκπεμπόμενοι φαρμακοὶ ἐμαστιγοῦντο διὰ κλάδων συκῆς, Πλούτ. 2. 1133F· ἀλλ’ ἴδε Francke Καλλῖνον σ. 129. | |lstext='''κρᾰδίας''': Ἰων. -ίης, ου, ὁ, ([[κράδη]]) ὁ πηγνύμενος δι’ ὀποῦ τῆς κράδης, συκῆς, τυρὸς Ἡσύχ. ΙΙ. κρ. [[νόμος]], [[ἀρχαῖον]] τι [[μέλος]] αὐλητικὸν παιζόμενον (καθ’ ἅ λέγει ὁ Ἡσύχ.), ἐνῷ οἱ ἐκπεμπόμενοι φαρμακοὶ ἐμαστιγοῦντο διὰ κλάδων συκῆς, Πλούτ. 2. 1133F· ἀλλ’ ἴδε Francke Καλλῖνον σ. 129. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κραδίας]], -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [[κράδη]]<br /><b>1.</b> (για [[τυρί]]) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>μουσ.</b> «κραδίης [[νόμος]]» — [[αυλητικός]] [[νόμος]] ο [[οποίος]] εκτελούνταν [[κατά]] τη [[μαστίγωση]] τών [[φαρμακών]], [[δηλαδή]] τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. κραδ-ίης, ου, ὁ, (κράδη)
A curdled with fig-juice, τυρός Hsch. II κ. νόμος air played on the flute while the φαρμακοί were whipped with fig-branches, Id.; ascribed to Mimnermus by Hippon.96.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, (κράδη) ὁ πηγνύμενος δι’ ὀποῦ τῆς κράδης, συκῆς, τυρὸς Ἡσύχ. ΙΙ. κρ. νόμος, ἀρχαῖον τι μέλος αὐλητικὸν παιζόμενον (καθ’ ἅ λέγει ὁ Ἡσύχ.), ἐνῷ οἱ ἐκπεμπόμενοι φαρμακοὶ ἐμαστιγοῦντο διὰ κλάδων συκῆς, Πλούτ. 2. 1133F· ἀλλ’ ἴδε Francke Καλλῖνον σ. 129.
Greek Monolingual
κραδίας, -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) κράδη
1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς
2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» — αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.