κοιλιόδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_14) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιλιόδεσμος''': ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ. | |lstext='''κοιλιόδεσμος''': ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κοιλιόδεσμος]])<br />[[ζώνη]] της κοιλιάς, [[ζωστήρας]] για [[περίσφιγξη]] ή [[συγκράτηση]] της κοιλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρπό</i>-<i>δεσμος</i>, <i>κεφαλό</i>-<i>δεσμος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A bellyband, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1466] ὁ, Bauchbinde, -gurt.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α κοιλιόδεσμος)
ζώνη της κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπό-δεσμος, κεφαλό-δεσμος)].