κόρνοψ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br />sorte de sauterelle, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[πάρνοψ]].
|btext=οπος (ὁ) :<br />sorte de sauterelle, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[πάρνοψ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κόρνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ακρίδας, ο [[πάρνοψ]] («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. τών <i>πόρνοψ</i>, [[πάρνοψ]]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρνοψ Medium diacritics: κόρνοψ Low diacritics: κόρνοψ Capitals: ΚΟΡΝΟΨ
Transliteration A: kórnops Transliteration B: kornops Transliteration C: kornops Beta Code: ko/rnoy

English (LSJ)

οπος, ὁ, a kind of

   A locust, like πάρνοψ, Str.13.1.64 (but κορνώπιδες = κώνωπες, Hsch.):—hence Κορνοπίων, ωνος, ὁ, Locust-scarer, title of Heracles at Oeta, Str.l.c.

German (Pape)

[Seite 1487] od. κόρνωψ, οπος, ὁ, bei den Oetäern = πάρνωψ, eine Heuschreckenart, Strab. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

κόρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, ὡς τὸ πάρνοψ, Στράβ. 613· ― ὁ Ἡρακλῆς ἐκαλεῖτο Κορνοπίων, ὁ τὰς ἀκρίδας τρομάζων, φυγαδεύων, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
sorte de sauterelle, insecte.
Étymologie: DELG v. πάρνοψ.

Greek Monolingual

κόρνοψ, -οπος, ὁ (Α)
είδος ακρίδας, ο πάρνοψ («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ].