κόρνοψ: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οπος (ὁ) :<br />sorte de sauterelle, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[πάρνοψ]]. | |btext=οπος (ὁ) :<br />sorte de sauterelle, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[πάρνοψ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόρνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ακρίδας, ο [[πάρνοψ]] («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. τών <i>πόρνοψ</i>, [[πάρνοψ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
οπος, ὁ, a kind of
A locust, like πάρνοψ, Str.13.1.64 (but κορνώπιδες = κώνωπες, Hsch.):—hence Κορνοπίων, ωνος, ὁ, Locust-scarer, title of Heracles at Oeta, Str.l.c.
German (Pape)
[Seite 1487] od. κόρνωψ, οπος, ὁ, bei den Oetäern = πάρνωψ, eine Heuschreckenart, Strab. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
κόρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, ὡς τὸ πάρνοψ, Στράβ. 613· ― ὁ Ἡρακλῆς ἐκαλεῖτο Κορνοπίων, ὁ τὰς ἀκρίδας τρομάζων, φυγαδεύων, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
sorte de sauterelle, insecte.
Étymologie: DELG v. πάρνοψ.
Greek Monolingual
κόρνοψ, -οπος, ὁ (Α)
είδος ακρίδας, ο πάρνοψ («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ].