κολαστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
(6_16)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολαστήριος''': -ον, = [[κολαστικός]], Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κολαστήριον, τό, σωφρονιστήριος [[οἶκος]], Λουκ. Νεκυομ. 14. 2) [[ὄργανον]] [[σωφρονιστήριον]] ἢ [[βασανιστήριον]], Πλούτ. 2. 342Ε. 3) [[καθόλου]], = [[κόλασμα]], [[κόλασις]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1.
|lstext='''κολαστήριος''': -ον, = [[κολαστικός]], Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κολαστήριον, τό, σωφρονιστήριος [[οἶκος]], Λουκ. Νεκυομ. 14. 2) [[ὄργανον]] [[σωφρονιστήριον]] ἢ [[βασανιστήριον]], Πλούτ. 2. 342Ε. 3) [[καθόλου]], = [[κόλασμα]], [[κόλασις]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[κολαστήριος]], -ία, -ον και -ος -ον) [[κολαστήρ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ' αυτόν, ο [[σχετικός]] με την [[τιμωρία]] («[[κολαστήριος]] [[δύναμις]]», Φιλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κολαστήριο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[τόπος]] τιμωρίας, [[τόπος]] βασανισμού («ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) όργανο βασανισμού («κολαστήρια θαλάσσης» — οι μαστιγώσεις της θάλασσας από τον Ξέρξη, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[τιμωρία]], [[κολασμός]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολαστήριος Medium diacritics: κολαστήριος Low diacritics: κολαστήριος Capitals: ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kolastḗrios Transliteration B: kolastērios Transliteration C: kolastirios Beta Code: kolasth/rios

English (LSJ)

ον,

   A = κολαστικός, δύναμις Ph.1.269, al.    II Subst. κολαστήριον, τό, house of correction, Luc.Nec.14, VH2.30.    2 instrument of correction, κολαστήρια θαλάσσης, of the whips of Xerxes, Plu.2.342f.    3 = κόλασμα, X.Mem.1.4.1.

German (Pape)

[Seite 1472] zum Strafen aehörig; Sp.; τὸ κολαστήριον, Züchtigungsort, Folterplatz, Richtplatz, Sp., wie Synes.; Züchtigungsmittel; οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάσσης Plut. de Aler. tort. 2, 12; vgl. Xen. Mem. 1, 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κολαστήριος: -ον, = κολαστικός, Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κολαστήριον, τό, σωφρονιστήριος οἶκος, Λουκ. Νεκυομ. 14. 2) ὄργανον σωφρονιστήριονβασανιστήριον, Πλούτ. 2. 342Ε. 3) καθόλου, = κόλασμα, κόλασις, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM κολαστήριος, -ία, -ον και -ος -ον) κολαστήρ
1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ' αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρίακολαστήριος δύναμις», Φιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν)
α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού («ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον», Λουκιαν.)
β) όργανο βασανισμού («κολαστήρια θαλάσσης» — οι μαστιγώσεις της θάλασσας από τον Ξέρξη, Πλούτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τιμωρία, κολασμός.