κυδάνω: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf. poét.</i> κύδανον;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> célébrer, vanter, glorifier;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se vanter.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυδαίνω]].
|btext=<i>impf. poét.</i> κύδανον;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> célébrer, vanter, glorifier;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se vanter.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυδαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κυδάνω]] (Α)<br />[[κυδαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κυδαίνω]], σχηματισμένος [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κύδαν</i>-<i>α</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδάνω Medium diacritics: κυδάνω Low diacritics: κυδάνω Capitals: ΚΥΔΑΝΩ
Transliteration A: kydánō Transliteration B: kydanō Transliteration C: kydano Beta Code: kuda/nw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A = κυδαίνω, only pres. and impf., exalt, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Il.14.73.    II to be triumphant, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον 20.42.

German (Pape)

[Seite 1524] = κυδαίνω; τοὺς μὲν ὁμοῦ μακάρεσσι θεοῖσιν κυδάνει Il. 14, 73, auch intrans., Ruhm haben, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα 20, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδάνω: ᾰ, = κυδαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = κυδιάω, καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα... Υ. 42.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. κύδανον;
1 tr. célébrer, vanter, glorifier;
2 intr. se vanter.
Étymologie: cf. κυδαίνω.

Greek Monolingual

κυδάνω (Α)
κυδαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. -κύδαν-α].