λιθοκάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθοκάρδιος''': -ον, ὁ ἔχων λιθίνην καρδίαν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 121, Ἐκκλ. - οὐσιαστ., λιθοκαρδία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 688, ἔκδ. Mi. | |lstext='''λῐθοκάρδιος''': -ον, ὁ ἔχων λιθίνην καρδίαν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 121, Ἐκκλ. - οὐσιαστ., λιθοκαρδία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 688, ἔκδ. Mi. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιθοκάρδιος]], -ον (AM)<br />[[σκληρόκαρδος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ξεροκέφαλος]], [[αναίσθητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[καρδία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασυ</i>-<i>κάρδιος</i>, <i>μελανο</i>-<i>κάρδιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A stony-hearted, Sch.E.Or.121.
German (Pape)
[Seite 45] mit steinernem Herzen, ἄνθρωπος, Schol. Eur. Or. 121; K. S..
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων λιθίνην καρδίαν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 121, Ἐκκλ. - οὐσιαστ., λιθοκαρδία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 688, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
λιθοκάρδιος, -ον (AM)
σκληρόκαρδος
μσν.
μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κάρδιος (< -καρδία), πρβλ. θρασυ-κάρδιος, μελανο-κάρδιος].