λευκόφαιος: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόφαιος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129. | |lstext='''λευκόφαιος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λευκόφαιος]], -ον)<br />σταχτόχρωμος, [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λευκόφαιος]] [[παγετός]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[απόθεση]] κρυστάλλων πάγου στην [[επιφάνεια]] αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως [[είναι]] το [[γρασίδι]], τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A whitish grey, ash-coloured, πρόβατον PHib.1.32.13 (iii B.C.); χιτών PCair.Zen.433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; καρπός prob.in Posidon.3 J.
German (Pape)
[Seite 35] weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόφαιος: -ον, ἔχων χρῶμα μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, Πολυδ. Ζ΄, 129.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόφαιος, -ον)
σταχτόχρωμος, σταχτής
νεοελλ.
φρ. «λευκόφαιος παγετός»
(μετεωρ.) απόθεση κρυστάλλων πάγου στην επιφάνεια αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως είναι το γρασίδι, τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων.