λεπυρός: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, ον :<br />recouvert d’une enveloppe (peau, cosse, écale).<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]]. | |btext=ά, ον :<br />recouvert d’une enveloppe (peau, cosse, écale).<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπυρός]], -ά, -όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [[λέπυρον]]<br />(για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. [[λεπτό]] [[περίβλημα]], [[φλούδι]] («λεπυρὸς ἀθέρων [[στάχυς]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεπυρὴ [[γενέθλη]]» — [[γόνος]] [[μέσα]] σε [[κέλυφος]], σε [[τσόφλι]] («καθ' ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην», <b>Νίκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A in a husk, peel, rind, γενέθλη Nic.Th.136; ἀθέρων στάχυς ib.803.
German (Pape)
[Seite 32] mit einer Hülfe, Schale versehen, στάχυς, Nic. Th. 803, γενέθλη, in einer Schale, einem Ei enthalten, ib. 136.
Greek (Liddell-Scott)
λεπῠρός: -ά, -όν, ὁ ἐντὸς λεπύρου, κελύφους, φλοιοῦ, Νικ. Θηρ. 136. 803.
French (Bailly abrégé)
ά, ον :
recouvert d’une enveloppe (peau, cosse, écale).
Étymologie: λέπω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λεπυρός, -ά, -όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) λέπυρον
(για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.)
αρχ.
φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» — γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ' ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην», Νίκ.).