μελέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui prend soin de, qui se charge de.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui prend soin de, qui se charge de.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελέτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]], [[τιμωρός]] («ἐφάνη γὰρ [[μελέτωρ]] ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλω]] «[[προνοώ]], [[φροντίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέτωρ Medium diacritics: μελέτωρ Low diacritics: μελέτωρ Capitals: ΜΕΛΕΤΩΡ
Transliteration A: melétōr Transliteration B: meletōr Transliteration C: meletor Beta Code: mele/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, (μέλω)

   A one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα S. El.846 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 122] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί

Greek (Liddell-Scott)

μελέτωρ: -ορος, ὁ, (μέλω) ὁ φροντίζων περί τινος, τιμωρός, ἐκδικητής, ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει Σοφ. Ἠλ. 846.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui prend soin de, qui se charge de.
Étymologie: μέλει.

Greek Monolingual

μελέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι
2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].