Μεγαρεύς: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />de Mégare, Mégarien.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]]. | |btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />de Mégare, Mégarien.<br />'''Étymologie:''' [[Μέγαρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. Μεγαρίς και Μεγαρίδα (Α [[Μεγαρεύς]], θηλ. Μεγαρίς) [[Μέγαρα]]<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] τών Μεγάρων ή αυτός που κατάγεται από τα [[Μέγαρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «Μεγαρέων δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, κροκοδείλια δάκρυα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A citizen of Megara, Thgn.23, etc.: pl. Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς, Hdt.1.59, etc.: prov., Μεγαρέων δάκρυα 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), Zen.5.8.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγᾰρεύς: έως, ὁ, πολίτης ἢ κάτοικος τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», (ἕνεκα τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ Μέγαρα), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
de Mégare, Mégarien.
Étymologie: Μέγαρα.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Μεγαρίς και Μεγαρίδα (Α Μεγαρεύς, θηλ. Μεγαρίς) Μέγαρα
1. ο κάτοικος τών Μεγάρων ή αυτός που κατάγεται από τα Μέγαρα
αρχ.
παροιμ. «Μεγαρέων δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, κροκοδείλια δάκρυα.