μονοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’une seule sorte, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />d’une seule sorte, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονοειδής]], -ές)<br />αυτός που αποτελεί ένα μόνο [[είδος]] ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[είδος]], [[απλός]], [[ομοιόμορφος]] («τότ' ἄν τις [[ἴδοι]] αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, [[εἴτε]] πολυειδὴς [[εἴτε]] [[μονοειδής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονοειδές</i><br />η [[ομοιομορφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα<br /><b>2.</b> [[χωριστά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοειδής Medium diacritics: μονοειδής Low diacritics: μονοειδής Capitals: ΜΟΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: monoeidḗs Transliteration B: monoeidēs Transliteration C: monoeidis Beta Code: monoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A one in kind, simple, Pl.R.612a, Phd.78d, Smp.211b, etc.; κτήσεις τῶν μ. Phld.Oec.p.72 J.; opp. δίσωμος, of ζῴδια, Ptol.Tetr.119; unique, Pl.Ti.59b, Dam.Pr.151: Comp., Thphr.HP8.5.1; τὸ μ. uniformity, Plb.9.1.2. Adv. -δῶς Ptol.Tetr.120, S.E.M.6.44, Iamb. Myst.1.3, etc.; in single kinds, severally, εἴτε πάντα εἴτε μ. Epicur. Ep.2p.51U.

German (Pape)

[Seite 203] ές, einförmig, von einerlei Art, Ggstz von πολυειδής, Plat. Rep. X, 612 a; καὶ ἀμέριστον, Theaet. 205 d; einfach, unvermischt, μονοειδὲς ὃν αὐτὸ καθ' αὑτό, Phaed. 78 d; Sp., bes. Rhett. – Adv. μονοειδῶς, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μονοειδής: -ές, (εἶδος) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, ὁμοιόμορφος, ἁπλοῦς, Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une seule sorte, simple.
Étymologie: μόνος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μονοειδής, -ές)
αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ' ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές
η ομοιομορφία.
επίρρ...
μονοειδῶς (Α)
1. με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα
2. χωριστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ειδής].