ἀκλήρωτος: Difference between revisions
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀκλάρ- Pi.<i>O</i>.7.59<br /><b class="num">1</b> [[privado de lote]] c. gen. χώρας Pi.l.c., abs. ἀκλήρωτον μένειν D.C.57.52.<br /><b class="num">2</b> de la tierra [[no repartido en lotes]] χώρα Plu.2.231d.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[no sorteado]], [[no elegido por sorteo]] προφήτης καὶ κωτάρχης αὐτοέτης καὶ ἀ. <i>Didyma</i> 286.2, cf. 236B.3 (ambas II d.C.). | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀκλάρ- Pi.<i>O</i>.7.59<br /><b class="num">1</b> [[privado de lote]] c. gen. χώρας Pi.l.c., abs. ἀκλήρωτον μένειν D.C.57.52.<br /><b class="num">2</b> de la tierra [[no repartido en lotes]] χώρα Plu.2.231d.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[no sorteado]], [[no elegido por sorteo]] προφήτης καὶ κωτάρχης αὐτοέτης καὶ ἀ. <i>Didyma</i> 286.2, cf. 236B.3 (ambas II d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκλήρωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κληρώθηκε, δεν τέθηκε σε [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν διανεμήθηκε με κλήρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κλήρο, [[μερίδιο]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν διανεμήθηκε σε κλήρους, σε μερίδια<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκληρωτεὶ</i> ή -<i>τί</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κληρωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κληρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκληρωτεί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without lot or portion in a thing, c. gen., χώρας ἀκλάρωτος Pi.O.7.59. 2 without casting lots, D.C.Fr.62. II not distributed in lots, Plu.2.231e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλήρωτος: -ον, ἄνευ κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας ἀκλάρωτος, Πινδ. Ο. 7. 108. 2) ἄνευ τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas sa part de, gén.;
2 non distribué en lots;
3 sans partage par le sort.
Étymologie: ἀ, κληρόω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀκλάρ- Pi.O.7.59
1 privado de lote c. gen. χώρας Pi.l.c., abs. ἀκλήρωτον μένειν D.C.57.52.
2 de la tierra no repartido en lotes χώρα Plu.2.231d.
3 de pers. no sorteado, no elegido por sorteo προφήτης καὶ κωτάρχης αὐτοέτης καὶ ἀ. Didyma 286.2, cf. 236B.3 (ambas II d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκλήρωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κληρώθηκε, δεν τέθηκε σε κλήρωση
2. αυτός που δεν διανεμήθηκε με κλήρο
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι
2. αυτός που δεν διανεμήθηκε σε κλήρους, σε μερίδια
3. επίρρ. ἀκληρωτεὶ ή -τί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κληρωτὸς < κληρῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκληρωτεί.