ἄκημα: Difference between revisions
From LSJ
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[alivio]] ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142. | |dgtxt=-ματος, τό [[alivio]] ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄκημα]], το (Α)<br />το [[άκεσμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄκημα: τό, = ἄκεσμα, θεραπεία, ἴαμα, ὀδυνάων, Ἰλ. Ο. 394.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.