ἀλέπιστος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no descamado]] (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.<i>SHell</i>.176.8, cf. Eust.1863.54.<br /><b class="num">2</b> [[no descascarillado]] καρπός <i>Gp</i>.10.11.1<br /><b class="num">•</b>del lino [[no majado o agramado]] Sch.Ar.<i>Lys</i>.737.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no descamado]] (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.<i>SHell</i>.176.8, cf. Eust.1863.54.<br /><b class="num">2</b> [[no descascarillado]] καρπός <i>Gp</i>.10.11.1<br /><b class="num">•</b>del lino [[no majado o agramado]] Sch.Ar.<i>Lys</i>.737.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀλέπιστος]], -ον) [[λεπίζω]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει λέπια<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια<br /><b>2.</b> αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η [[φλούδα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τη [[λινοκαλάμη]]) [[αλανάριστος]], [[ακαθάριστος]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέπιστος Medium diacritics: ἀλέπιστος Low diacritics: αλέπιστος Capitals: ΑΛΕΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: alépistos Transliteration B: alepistos Transliteration C: alepistos Beta Code: a)le/pistos

English (LSJ)

ον,

   A not scaled, unscaled, Archestr.Fr.45.8B.    II unpeeled, καρπός Gp.10.11.1; of flax, not scutched, Sch.Ar.Lys. 737.

German (Pape)

[Seite 93] 1) dasselbe, Archestr. bei Ath. VII, 311 b. – 2) ungeschält, Geopon.; vgl. Schol. Ar. Lys. 737.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέπιστος: -ον, ἄνευ λεπίδων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β. ΙΙ. ὁ μὴ ἀφαιρεθεὶς τὸν φλοιόν, μὴ ξεφλουδηθείς, ἐπὶ λινοκαλάμης, ἀκαθάριστος, ἀλανάριστος, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 737.

Spanish (DGE)

-ον
1 no descamado (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.SHell.176.8, cf. Eust.1863.54.
2 no descascarillado καρπός Gp.10.11.1
del lino no majado o agramado Sch.Ar.Lys.737.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀλέπιστος, -ον) λεπίζω
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που δεν έχει λέπια
νεοελλ.
αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια
2. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η φλούδα
μσν.
(για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος.