ἁλιάς: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἁλιὰς (-[[άδος]]), η (Α) [[ἅλιος]]<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που προέρχεται από τη [[θάλασσα]] ή ανήκει σ’ αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αλιευτικό [[πλοιάριο]], [[ψαρόβαρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλιάδης]]. | |mltxt=ἁλιὰς (-[[άδος]]), η (Α) [[ἅλιος]]<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που προέρχεται από τη [[θάλασσα]] ή ανήκει σ’ αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αλιευτικό [[πλοιάριο]], [[ψαρόβαρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλιάδης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἅλιας]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[παράλληλος]] [[τύπος]] της λέξης [[ἅλις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ἅλς)
A of or belonging to sea: ἁλιάς (sc. κύμβα), ἡ, fishing-boat or bark, Arist.HA533b20, Moschioap.Ath.5.208f, D.S.3.21.
German (Pape)
[Seite 95] άδος, ἡ (ἅλς), zum Meere gehörig; als Subst., sc. κύμβα, Fischerkahn, Plut. Sol. 9; der sehr klein ist, Diod. S. 3, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιάς: ἁλιάδος, ἡ, (ἅλς), ἡ ἐκ τῆς θαλάσσης οὖσα ἢ εἰς τὴν θἀλασσαν ἀνήκουσα· ἁλιὰς (ἐνν. κύμβη), ἡ, ἁλιευτικὸν ἀκάτιον ἢ πλοῖον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 12, Μοσχίων παρ᾿ Ἀθην. 208 F, Διόδ. 3. 21.
Greek Monolingual
ἁλιὰς (-άδος), η (Α) ἅλιος
1. ως επίθ. αυτή που προέρχεται από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν
2. ως ουσ. αλιευτικό πλοιάριο, ψαρόβαρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιάδης.
Greek Monolingual
ἅλιας επίρρ. (Α)
παράλληλος τύπος της λέξης ἅλις.