ἀμφίφαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(big3_3)
(3)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμφίφᾰλος) -ον<br />[[de doble penacho]] κυνέη <i>Il</i>.5.743, 11.41, Q.S.3.334, cf. <i>EM</i> 1226.
|dgtxt=(ἀμφίφᾰλος) -ον<br />[[de doble penacho]] κυνέη <i>Il</i>.5.743, 11.41, Q.S.3.334, cf. <i>EM</i> 1226.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίφαλος]], -ον (Α)<br />(για [[περικεφαλαία]]) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίφᾰλος Medium diacritics: ἀμφίφαλος Low diacritics: αμφίφαλος Capitals: ΑΜΦΙΦΑΛΟΣ
Transliteration A: amphíphalos Transliteration B: amphiphalos Transliteration C: amfifalos Beta Code: a)mfi/falos

English (LSJ)

κυνέη helmet

   A with double φάλος, Il.5.743, 11.41, Q.S. 3.334.

German (Pape)

[Seite 145] Hom. zweimal, κρατὶ δ' ἐπ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον Iliad. 5, 743. 11, 41, entw. ein Helm, der ringsum mit Buckeln (metallenen Knöpfen, die zur Zierde u. zum Schutz dienen) versehen ist, od. nach Buttm. Lex. II, 242 ein Helm, dessen Bügel vom Busch aus nach der Stirn u. nach dem Hinterkopfe geht; vgl. τετραφάληρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίφαλος: ἀμφίφαλον κυνέην «φαλοὺς περὶ αὐτὴν ἔχουσαν· φαλοὶ δέ εἰσιν οἱ κατὰ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας ἀσπιδίσκοι» (σχόλ.), Ἰλ. Ε. 743, Λ. 41· ἴδε ἐν λ. φαλὸς [[[φάλος]]].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cimiers.
Étymologie: ἀμφί, φάλος.

English (Autenrieth)

(φάλος): double-ridged, double-crested, of a helmet with divided crest. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀμφίφᾰλος) -ον
de doble penacho κυνέη Il.5.743, 11.41, Q.S.3.334, cf. EM 1226.

Greek Monolingual

ἀμφίφαλος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + φάλος].